- ελεφαντόπους
- ἐλεφαντόπους, ο, η (Α)(για έπιπλο) αυτός που έχει πόδια φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεφαντόπους — ivory footed masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντόποδας — ἐλεφαντόπους ivory footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντόποδες — ἐλεφαντόπους ivory footed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντόποσιν — ἐλεφαντόπους ivory footed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek